Ιερά αυτοκρατορική λαύρα Μονή Μπάνισκα
Την Ιερά Μονή Μπάνισκα αφοσιωμένη στον Άγιο Αρχιδιάκονο Στέφανο ανήγειρε το 1316 ο άγιος Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Ούρος Β΄ Μιλουτίν.
Επειδή κτήτορας του μοναστηρίου ήταν ο άγιος βασιλιάς Μιλούτιν με τη σύζυγό του, τη βυζαντινή πριγκίπισσα Σιμωνίδα, θεωρείται σύμβολο των σερβικό-ελληνικών σχέσεων.
Το μοναστήρι μετά την ολοκλήρωση του κτισίματος έγινε σταυροπηγιακή λαύρα, και κατείχε την τέταρτη θέση στη σειρά ιεραρχίας της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο βασιλιάς Μιλούτιν το εφοδίασε πλουσιοπάροχα και η Ι. Μ. Μπάνισκα είχε τη μεγαλύτερη φεουδαρχική εκκλησιαστική περιουσία της μεσαιωνικής Σερβίας.
Η εκκλησία ήταν μεγαλοπρεπής και από την εξωτερική και από την εσωτερική άποψη. Απ’ έξω ήταν χτισμένη από τρίχρωμο γυαλιστερό μάρμαρο.Τέτοια διαρρύθμιση και αρμονία των χρωμάτων ήταν μοναδική στο είδος της. Το εσωτερικό της μοναστηριακής εκκλησίας αποτελούσε ένα θαύμα ομορφιάς, με τις επιχρυσωμένες τοιχογραφίες και πλήθος χρυσών στολιδιών και σκευών της.
Στην είσοδο της εκκλησίας ήταν τοποθετημένη μια μεγαλοπρεπής μαρμάρινη πύλη, για την ομορφιά της οποίας μαρτυρεί το γλυπτό της Παναγίας της Μπάνισκα με το Χριστό στην αγκαλιά, το οποίο τώρα βρίσκεται στη Μονή Σοκόλιτσα και θα επιστραφεί στη Μονή Μπάνισκα κατόπιν της αναστύλωσής της.
Με την εισβολή των Τούρκων το 1389 το μοναστήρι υπέστη σοβαρές ζημιές. Τα δεινά της μοναστηρίου συνεχίζονται και κατά τη διάρκεια του ΙΕ΄ αιώνα. Τις πρώτες δεκαετίες του ΙΣΤ΄ αιώνα οι Τούρκοι γκρεμίζουν ξανά τη μονή η οποία από τότε μένει χωρίς μοναχούς. Στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνα οι Τούρκοι μετατρέπουν τη μονή σε στρατιωτικό οχυρό, και την ίδια την εκκλησία μετατρέπουν πρώτον σε δεσμωτήριο όπου εγκλείουν και βασανίζουν το σερβικό λαό, ενώ αργότερα προσθέτουν μιναρέ στην εκκλησία και τη μετατρέπουν σε τζαμί. Τις χειρότερες καταστροφές η Ι. Μ. Μπάνισκα υπέστη το 1689 κατά τους Αυστρο–τουρκικούς πολέμους, όταν κατ΄ εναλλαγήν χρησίμευε ως οχυρό και στον τουρκικό και στον αυστριακό στρατό. Κατά την Πρώτη Εξέγερση των Σέρβων το 1804 πάλι καιγόταν.
Το 1912 ο σερβικός στρατός απελευθερώνει το Κόσσοβο και τα Μετόχια, οι Τούρκοι εγκαταλείπουν την Ι. Μ. Μπάνισκα, και η εκκλησία παύει να είναι τζαμί. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το μοναστήρι παραμένει χωρίς αδελφότητα μέχρι το 2004. Τα πρώτα έργα αναστύλωσης εκτελέστηκαν το 1938, αλλά δεν ήταν όμως αποδοτικά. Το πέτρινο μέρος το οποίο έλειπε χτίστηκε με κόκκινο τούβλο ώστε να τονιστεί η διαφορά μεταξύ της αρχικής οικοδόμησης και της ανοικοδομημένης. Δυστυχώς, χτίστηκε όχι όπως η εκκλησία ήταν την εποχή βασιλιά Μιλούτιν αλλά πρόχειρα. Ακόμη περισσότερη ζημιά υπέστη τον καιρό του κομουνισμού, κατά την δεκαετία του εβδομήντα και ογδόντα, με τη μη επαγγελματική προσέγγιση στις αρχαιολογικές εργασίες και εργασίες συντήρησης.
Επειδή βρισκόταν στο επίκεντρο πολλών στρατιωτικών εκστρατειών, εκτεθειμένη σε εναλλαγή περιόδων καταστροφής και αναστύλωσης, σε μετατροπή της σε τζαμί και την αδιαφορία του καθεστώτος, η μονή Μπάνισκα με την σημερινή της όψη δύσκολα θυμίζει κάτι από την αλλοτινή της λάμψη.
Τον Αύγουστο του 2004, έπειτα από 520 χρόνια, το μοναστήρι ξαναζωντάνεψε και οι μοναχοί εγκαθίστανται ξανά στην Ιερά Μονή Μπάνισκα. Σε εξέλιξη βρίσκεται μια ολοκληρωτική αναστήλωση αυτού του μεγάλου σερβικού ιερού καθοδηγούμενη από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ράσκας και Πριζρένης, Κοσσόβου και Μετοχίων κ.κ. Αρτέμιος μαζί με τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Μπάνισκα τον πρωτοσύγκελο Συμεών.
Ο μητροπολίτης Αρτέμιος, διδάκτορας Θεολογίας, έκανε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στην Αθήνα και υποστήριξε επιτυχώς τη διδακτορική του διατριβή γραμμένη στην ελληνική γλώσσα με θέμα: «Το μυστήριο της σωτηρίας κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή». Τα ελληνικά του είναι άπταιστα.
Ο ηγούμενος της Ι. Μ. Μπάνισκα πρωτοσύγκελος Συμεών, αποφοίτησε από την Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Μιλάει άπταιστα ελληνικά.
Στην Ιερά Μονή Μπάνισκα η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά στις 6:30 π.μ, ενώ τις Κυριακές στις 8:00 π.μ. Ο Εσπερινός τελείται κάθε ημέρα στις 5:00 μ.μ.
Ιερά Μονή Μπάνισκα θεωρείται σύμβολο των σερβικό-ελληνικών σχέσεων και είναι δημοφιλής προορισμός όλων των Ελλήνων που επισκέπτονται την επαρχία Κοσσυφοπεδίου και Μετόχιας.
Ο βίος του Αγίου Βασιλιά Μιλούτιν της Μπάνισκα
Ο Άγιος Βασιλιάς Μιλούτιν γεννήθηκε το 1253 και ενθρονίστηκε το 1282.
Είναι γνωστός ως μεγάλος κτήτωρ εκκλησιών και μοναστηριών καθώς και ως ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης.
Ο Άγιος Βασιλιάς Μιλούτιν παντρεύτηκε τη βυζαντινή πριγκίπισσα Σιμωνίδα και έγινε γαμπρός του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ του Παλαιολόγου (1282 – 1328). Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος σύναψε διαρκή φιλία και συγγένεια με τον Σέρβο βασιλιά Μιλούτιν. Η υπέροχη μορφή της μικρής κόρης του αυτοκράτορα, της ελληνικής πριγκίπισσας Σιμωνίδας σώθηκε στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσα, της οποίας κτήτορες ήταν η ίδια και ο βασιλιάς Μιλούτιν.
Όταν ανήρθε στον βασιλικό θρόνο, ο Άγιος Βασιλιάς Μιλούτιν έταξε στον Θεό ότι για κάθε χρόνο που θα βασίλευε θα ανέγειρε από μια εκκλησία στο Θεό, πράγμα το οποίο όντως επαληθεύτηκε, διότι κυβερνώντας με τον Θεό στη Σερβία επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, ο ίδιος όντως ανέγειρε ακριβώς σαράντα εκκλησίες του Θεού.
Εκτός από το πλήθος των εκκλησιών στη Σερβία, έκτισε και τον καθολικό ναό της Μονής Χιλανδαρίου στο Άγιον Όρος, την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη με τα υπέροχα και μεγαλοπρεπή παλάτια γύρω της για την υποδοχή και φιλοξενία ξένων και αρρώστων. Στη Θεσσαλονίκη ο Μιλούτιν έκτισε δύο υπέροχες εκκλησίες: τη μία εις τιμήν του Αγίου αρχιερέα του Χριστού του Νικόλαου – την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, και την άλλη εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρα του Γεωργίου. Επίσης, την εκκλησία των Αγίων Αρχαγγέλων στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, όπως και την εκκλησία της Αγίας Σοφίας στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στην αρχαία Μονή της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης στο όρος Σινά ανήγειρε την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και πολλές άλλες.
Ήταν φιλεύσπλαχνος και γενναιόδωρος. Σε ολόκληρη την Σερβία έκτιζε νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Τη νύχτα γυρνούσε κρυφά ανάμεσα στο λαό και μοίραζε πλουσιοπάροχα ελεημοσύνη. «Όταν νύχτωνε, αναφέρει ο βιογράφος του, ο αρχιεπίσκοπος Δανιήλ, ο φιλόχριστος δέσποτάς μου εκτελούσε τούτο το υπέροχο και θεοφιλές έργο το οποίο δεν γνώριζε κανείς: έβγαζε από πάνω του τα αυτοκρατορικά ενδύματα τα οποία φορούσε την ημέρα και ντυνόταν με άθλια και παλιά ρούχα, σκεπάζοντας και το πρόσωπό του για να μην τον γνωρίσει κανείς. Έπαιρνε μαζί του δύο ή τρεις δούλους του, τους οποίους είχε διατάξει να μη μιλήσουν σε κανένα για το ότι βλέπουν, και κουβαλούσε μαζί του μεγάλες ποσότητες χρυσού και άλλων απαραίτητων πραγμάτων για να τα μοιράσει στους πτωχούς. Επειδή χωρίς υποκρισία έκανε την ελεημοσύνη και πραγματικά αγαπούσε τους πτωχούς και περιφρονημένους. Με τον τρόπο αυτό έβγαίνε από το παλάτι του και έμπαινε απαρατήρητος στις κατοικίες όπου ζούσανε, τους μοίραζε χρυσό, τρόφιμα και ρούχα, ενώ εκείνοι δεν γνώριζαν ποιος τους τα έδινε. Τούτα έπραττε ο μακαριστός βασιλιάς μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκτός των άλλων τη νύχτα μούσκευε το προσκεφάλι του με τα δάκρυά του, λέγοντας στον εαυτό του: «Σήκω, τεμπέλη, να είσαι έτοιμος πριν από τη στιγμή εκείνη. Παρόλο που είσαι συνηθισμένος στις αμαρτίες, σύνελθε και μετανόησε, επειδή σε περιμένουν η κρίση, τα αιώνια βάσανα και το άσβεστο πυρ».
Ο άγιος βασιλιάς Μιλούτιν ήταν πολύ αφοσιωμένος στην Ορθόδοξη πίστη και στην Εκκλησία. Τον καιρό του πολλαπλασιάστηκε η Άγια Εκκλησία της Σερβίας. Τους αγίους Σέρβους αρχιεπισκόπους τους εκτιμούσε πολύ και τους απέδιδε κάθε σεβασμό που τους ανήκε.
Κατά τη μακρόχρονη βασιλεία του ασκήθηκαν διάφορες πιέσεις στον βασιλιά Μιλούτιν ώστε να αποδεχτεί τη λατινική ουνία και να υποταχθεί στον πάπα της Ρώμης, όμως ποτέ δεν το έκανε, ούτε υποχώρησε από την Ορθόδοξη πίστη του. Ο πάπας της Ρώμης και η κουρία του παρακινούσαν τους δυτικούς ηγεμόνες σε πόλεμο εναντίον του Σέρβου βασιλιά Μιλούτιν, όμως ο Θεός βοηθούσε τον ορθόδοξο δούλο Του και οι Λατίνοι δεν κατάφεραν τίποτε.
Ήσυχα παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου και Λυτρωτή του, στις 29 Οκτωβρίου του έτους 1321. Επάνω στη σορό του Αγίου Βασιλιά τελέστηκε μεγαλοπρεπής νεκρώσιμη ακολουθία. Έπειτα το τίμιό του σώμα μεταφέρθηκε στον τάφο, τον οποίον είχε ετοιμάσει ο ίδιος για τον εαυτό του, στο Ναό του Αγίου Αρχιδιάκονου του Χριστού του Στεφάνου στην Ιερά Μονή Μπάνισκα.
Δυόμισι χρόνια μετά την αποδημία του θαυμαστά σημεία και οράσεις εμφανίστηκαν στον τάφο του Μιλούτιν, και έτσι ο ηγούμενος της Μπάνισκα ο Σάββας και ή αδελφότητα της Μονής, έχοντας τελέσει την ολονυχτία αγρυπνία, έβγαλαν το σώμα του από τον τάφο και το βρήκαν εντελώς άφθαρτο, εφόσον δεν έλειπε ούτε μια τρίχα από την κεφαλή του.
Το σκήνωμα του Αγίου Βασιλιά το έβαλαν σε ιδιαίτερα διακοσμημένη λάρνακα και τοποθετήθηκε στο ίδιο το Ναό της Μπάνισκα, ενώπιον της εικόνας του Δεσπότη των όλων, του Ιησού Χριστού. Όταν η σύζυγός του, η σερβική βασίλισσα ελληνίδα Σιμωνίδα, η οποία μετά το θάνατό του επέστρεψε στον πατέρα της στην Κωνσταντινούπολη, έμαθε για το θαύμα αυτό, έφτιαξε μια κανδήλα από πολύτιμο χρυσό και κέντησε ένα πολύτιμο ύφασμα ως σκέπασμα για το κιβώτιο όπου θα βρίσκονται τα λείψανά του και τα έστειλε στη Μονή Μπάνισκα.
Συγκινημένη από το θαυμαστό αυτό γεγονός, η ίδια απαρνήθηκε τον κόσμο και έγινε μοναχή στη Μονή του Αγίου Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη.
Τα λείψανα του Αγίου Βασιλιά Μιλούτιν βρίσκονταν στη Ι.Μ. Μπάνισκα μέχρι την εισβολή των Τούρκων στη Σερβία το 1389, όταν μεταφέρθηκαν στην Τρέπτσα, επειδή οι Τούρκοι πυρπόλησαν το μοναστήρι. Αργότερα, κατά το 1460, λόγω της τούρκικης βιαιότητας και βαναυσότητας, ο μητροπολίτης Σιλουανός μετέφερε τα άγια λείψανά του στη Σόφια όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα στην εκκλησία η οποία αποκαλείται «Η εκκλησία του Αγίου Βασιλιά».
Στα πλαίσια της αναστήλωσης της Μονής ένα μέρος των λειψάνων θα επιστραφεί στη Ιερά Μονή Μπάνισκα.
Δι΄ ευχών του Αγίου Βασιλιά Μιλούτιν Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.